ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΑ Αχιλλέας Μαυρομάτης, Διδάκτορας Νομικής - Δικηγόρος Ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τους προπονητές πολλών αθλημάτων και κυρίως αυτούς που συμβάλλονται με αθλητικά σωματεία είναι το ζήτημα του ιδιωτικού συμφωνητικού με τους αθλητικούς φορείς που συνεργάζονται. Ας κάνουμε εδώ μία προσπάθεια να απαντήσουμε σε κάποια σχετικά ερωτήματα που έχουν απασχολήσει και απασχολούν διάφορους προπονητές. Και πρώτα από όλα στο θέμα της ορολογίας. Στους μη νομικούς συχνά υπάρχει σύγχυση σχετικά με το ποια είναι η διαφορά μεταξύ ιδιωτικού συμφωνητικού και συμβολαίου. Η απάντηση στaο ερώτημα τι ακριβώς συνιστά το έγγραφο που συντάσσεται και υπογράφεται μεταξύ προπονητή και σωματείου είναι εξαιρετικά απλή. Πρόκειται για ιδιωτικό συμφωνητικό, αφού είναι ιδιωτικό έγγραφο, συντασσόμενο μεταξύ πολιτών προς ρύθμιση της μεταξύ τους σχέσης. Ο όρος συμβόλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί δόκιμα μόνο αν το έγγραφο αυτό συνταχθεί ενώπιον συμβολαιογράφου, γεγονός που δεν απαιτείται από τη σχετική νομοθεσία και είναι ως εκ τούτου περιττό. Το δεύτερο ζήτημα είναι αν το ιδιωτικό συμφωνητικό είναι υποχρεωτικό και ποιες είναι οι συνέπειες από την έλλειψή του. Ο νόμος (άρθρο 31 ν. 2725/1999, όπως ισχύει), προβλέπει υποχρεωτικά τον γραπτό τύπο στις συμβάσεις των προπονητών. Προβλέπει μάλιστα την υποχρεωτική απασχόληση με γραπτή σύμβαση προπονητή από αθλητικές ομοσπονδίες, αθλητικές ενώσεις, αθλητικές ανώνυμες εταιρίες και TAA, αθλητικά σωματεία ομαδικών αθλημάτων συμμετέχοντα σε πρωτάθλημα τουλάχιστον πρώτης τοπικής κατηγορίας και σε αθλητικά σωματεία ατομικών αθλημάτων που έχουν στη δύναμή τους αθλητές κάτω των δεκαοκτώ ετών. Οι προβλεπόμενες συνέπειες σε περίπτωση απασχόλησης προπονητή με μη γραπτή σύμβαση αφορούν μόνο στους φορείς (σωματεία, ομοσπονδίες κλπ) που έχουν τη σχετική υποχρέωση (άρθρο 50 παρ. 6 - απαγόρευση επιχορήγησης), ενώ για τους προπονητές δεν προβλέπεται ρητά καμία ειδική συνέπεια. Οι συνέπειες όμως μιας τέτοιας έλλειψης προκύπτουν από συνδυασμό άλλων διατάξεων του Αστικού Κώδικα και οδηγούν σε ακυρότητα της σύμβασης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι προπονητές που δεν διαθέτουν γραπτή σύμβαση, αν χρειαστεί να καταφύγουν στη δικαιοσύνη για την διασφάλιση των απαιτήσεών τους, το πιθανότερο είναι να κερδίσουν την επιδίκαση των δεδουλευμένων τους με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στα δεδουλευμένα μάλιστα, εφόσον η σύμβαση θεωρηθεί εργασίας, μπορεί να προστεθούν και τα δώρα και επιδόματα, τα οποία αναγνωρίζονται και επιδικάζονται και σε άκυρες συμβάσεις εργασίας. Αντίθετα στις περιπτώσεις άκυρης σύμβασης εργασίας δεν επιδικάζεται αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης. Με το παραπάνω μπορεί να σκεφτεί εύλογα κάποιος ότι ο προπονητής δεν χάνει με αυτόν τον τρόπο τελικά τα χρήματά του, ανεξάρτητα από το με ποια νομική βάση τα κερδίζει. Υπάρχουν όμως και άλλες σοβαρές συνέπειες της έλλειψης γραπτής σύμβασης, που δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως, αλλά προκύπτουν στην αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων στα δικαστήρια. Κυριότερη είναι η δυσκολία απόδειξης τόσο της φύσης της σύμβασης (η πλειοψηφία των δικαστικών αποφάσεων δέχεται ότι οι σχετικές συμβάσεις είναι εξαρτημένης εργασίας, στο νόμο όμως προβλέπεται και η δυνατότητα να χαρακτηριστούν συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών με πρακτική συνέπεια τη στέρηση των δικαιωμάτων του προπονητή σε δώρα και επιδόματα) όσο και του συμφωνηθέντος ποσού αμοιβής, καθώς και των λοιπών όρων της σύμβασης. H ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ TOY ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ TOY ΠΡΟΠΟΝΗΤΗ Αχιλλέας Μαυρομάτης , Διδάκτορας Νομικής - Δικηγόρος Στον αθλητισμό των αρχών του 21ου αιώνα θα ήταν περιττή η όποια συζήτηση για τον πρωταγωνιστικό και αναντικατάστατο ρόλο των προπονητών. Αυτό όμως που αξίζει να συζητηθεί είναι η κατοχύρωση του επαγγέλματός τους, η οποία παρά τα όποια βήματα προόδου έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, είναι βέβαιο ότι επιδέχεται βελτιώσεων. H πρώτη θεσμική κατοχύρωση του επαγγέλματος του προπονητή με τη σημερινή του μορφή συναντάται στο άρθρο 37 του ν. 75/1975, όπου προβλεπόταν η αναγκαιότητα της απόκτησης σχετικής άδειας από τη Γ.ΓΑ για την άσκησή του. Άδεια αυτή μπορούσαν να αποκτήσουν οι πτυχιούχοι της E.AXA για τα αθλήματα που διδάχτηκαν, καθώς και οι απόφοιτοι των σχολών προπονητών. Στο ίδιο άρθρο περιλαμβανόταν η απαγόρευση πρόσληψης αλλοδαπών προπονητών από σωματεία πλην αυτών της A Εθνικής Κατηγορίας, ενώ επιτρεπόταν η απασχόλησή τους στις εθνικές ομάδες με την υποχρέωση οι βοηθοί τους να είναι Έλληνες. H σχετική διάταξη περιείχε ακόμη και πρόβλεψη για ανώτατο όριο αμοιβών των προπονητών. Ή διάταξη αυτή, η οποία με την πρόοδο και εξέλιξη του ελληνικού αθλητισμού τις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα είχε ξεπεραστεί, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του νόμου 75/1975, αντικαταστάθηκε από την αντίστοιχη του άρθρου 31 του ν. 2725/1999. Διατηρώντας την ίδια γενική κατεύθυνση της απόκτησης άδειας από τη Γ. ΓΑ για την άσκηση του επαγγέλματος του προπονητή, η τελευταία προέβλεψε ρητά τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας αυτής, ενώ προχώρησε ένα βήμα περισσότερο στην κατοχύρωση του επαγγέλματος, προβλέποντας την υποχρεωτική απασχόληση προπονητή από αθλητικές ομοσπονδίες, αθλητικές ενώσεις, αθλητικές ανώνυμες εταιρίες και TAA, αθλητικά σωματεία ομαδικών αθλημάτων συμμετέχοντα σε πρωτάθλημα τουλάχιστον πρώτης τοπικής κατηγορίας και σε αθλητικά σωματεία ατομικών αθλημάτων που έχουν στη δύναμή τους αθλητές κάτω των δεκαοκτώ ετών. H σχετική σύμβαση πρέπει να είναι γραπτή και να κατατίθεται και στην αρμόδια Δ.O.Y., ενώ πολλά ζητήματα έλυσε και ο νομικός χαρακτηρισμός της ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι ως σύμβασης έργου. Ή κατοχύρωση αυτή όμως είναι τελικά ατελής, αφού παρά τη ρητή πρόβλεψη της σχετικής υποχρέωσης στο νόμο, μοναδική κύρωση σε περίπτωση μη τήρησής της είναι η απαγόρευση της επιχορήγησης των αθλητικών σωματείων και ομοσπονδιών που παραβιάζουν τις σχετικές διατάξεις (άρθρο 50 παρ. 6), κάτι που στην πράξη δυστυχώς δεν φαίνεται να έχει μέχρι σήμερα εφαρμοστεί. O νόμος 2725/1999 προσέφερε και κάτι ακόμα πολύ ουσιαστικό στους προπονητές, την κατοχύρωση της οικονομικής επιβράβευσής τους (πριμ) σε περίπτωση που αθλητής ή ομάδα τους σημείωσε κάποια από τις διακρίσεις του άρθρου 34. Παρ' όλα αυτά όμως σήμερα, οκτώ χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού και παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη υποστεί κάποιες τροποποιήσεις οι ρυθμίσεις του, υπάρχουν ακόμα αρκετά ζητήματα που χρήζουν αντιμετώπισης. Τέτοια είναι εκτός από το προαναφερθέν, η κατοχύρωση του ρόλου των συνδέσμων προπονητών, ως του μοναδικού συνδικαλιστικού οργάνου των προπονητών ανά άθλημα ή κλάδο άθλησης, η λύση επιτέλους του ζητήματος των σχολών προπονητών (οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 31 παραμένουν ανενεργές με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η πρακτική των σχολών δεκαπενθήμερης διάρκειας) κ.ά.
|
Categories
All
|